φαλαγγαρχίας

φαλαγγαρχίας
φαλαγγαρχίᾱς , φαλαγγαρχία
corps of 4096
fem acc pl
φαλαγγαρχίᾱς , φαλαγγαρχία
corps of 4096
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαλαγγάρχης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. αρχηγός, διοικητής φάλαγγας αρχ. αρχηγός φαλαγγαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + άρχης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”